8.2.13

άγραφοι κανόνες, γράφετε τη δυστυχία (θυμήσου)

(μακρινός ήχος απ'τη βαβούρα της πόλης)
              (μακριά ο εκκωφαντικός ήχος της μοναξιάς)
περπατούσε στην πόλη χωρίς τσάντα. τι είχε λεφτά μαζί του, τι δεν είχε. τι είχε κλειδιά, τι δεν είχε. δεν τον ένοιαζε.
στο δάσος όμως, σ'αυτό το πολύ συγκεκριμένο δάσος, είχε πάντα ένα σακίδιο στην πλάτη.
κρεμόταν απ'τους ώμους του σα σακί που μόλις άδειασε στον πάγκο της λαϊκής.
δεν ήταν παραγεμισμένο ως συνηθίζεται σε τέτοιους περιπάτους. είχε όμως τα απαραίτητα.
ένα νερό, έναν χυμό, κάτι για τη λιγούρα, κάτι για την πείνα. χρήματα μήπως και ξεμείνει.
πάντα μ'αυτό το σακίδιο. σα νά'ταν το εισιτήριό του γι'αυτό το δάσος.
σα να μην μπορούσε να μπει χωρίς αυτό.
δεν ήταν κανόνας του δάσους. κανόνας δικός του ήταν.
λες και αν δεν είχε να φάει, δε θα έσκυβε μια μουριά να τον ταΐσει.
λες και αν διψούσε, δε θα έσταζε άφθονο το ρυάκι στο στόμα του.
λες κι αν κουραζόταν, δε θα έβρισκε έναν πλάτανο να τον σκεπάσει για να κοιμηθεί.

κι αυτό το σχοινί; μια χοντρή τριχιά που ερχόταν απ'τις ρίζες του και τον ακολουθούσε μέχρι όπου εκείνος αποφάσιζε. μόνο αν κάτι του φαινόταν λογικό, μόνο αν κάτι το εξέταζε και έδειχνε ν'αξίζει να προχωρήσει, μόνο τότε τραβούσε το σχοινί να μακρύνει, για (να φτάσει εκεί.
ο δύστυχος, δεν μπορούσε να τρέξει.